- ὑδρινεῖον
- ὑδρ-ινεῖον, τό,A = ὑδρία, Stud.Pal.20.67.44 (ii/iii A. D.); ὑ. κασσιτέρινον ib.46.14 (ii/iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδρινείον — τὸ, Α υδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος σχηματισμός από θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + κατάλ. εῖον, πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. *ὕδρινος ή *ὑδρῖνος] … Dictionary of Greek